- αποταχιά
- αποταχύ επίρρ. очень ρέκο, ранним утром, на рассвете
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποταχιά — και αποταχύ επίρρ. χρον., πολύ πρωί: Να ξεκινήσουμε αποταχιά αύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποταχιά — κ. χιάς κ. χύ (Μ ἀποταχιά κ. χία) επίρρ. 1. από το πρωί 2. το πρωί, πολύ πρωί 3. νωρίς νεοελλ. αύριο το πρωί … Dictionary of Greek